- ποντικάς
- ποντικά̱ς , ποντικόςfrom Pontusfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόντικας — ο, Ν μεγεθ. τού ποντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. ρουθούνι: ρούθουνας, μερμήγκι: μέρμηγκας)] … Dictionary of Greek
Ποντικάς — Ποντικά̱ς , Ποντικός from Pontus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
κούνουπας — ο (μεγεθ τού κουνούπι) μεγάλο κουνούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνούπι + μεγεθ. κατάλ. ας (πρβλ. ποντίκι: πόντικας)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek